Αυτό το μήνα ο Μικρός Αναγνώστης, με αφορμή τον φετινό εορτασμό των 100 χρόνων από την γέννηση του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου, περιπλανιέται στον κόσμο των ποιημάτων ενός από τους κορυφαίους εκπροσώπους της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Η Αθηνά Μπίνιου, συγγραφέας παιδικών βιβλίων και ανιψιά του Νικηφόρου Βρεττάκου, μας  εξιστορεί περιστατικά και γεγονότα της ζωής του, τόσο από τα παιδικά του χρόνια όσο και από την ενήλικη ζωή του, ώστε να γνωρίσουμε καλύτερα το παιδί που έγινε ποιητής και μας μαγεύει ακόμη με τα αινιγματικά μηνύματα και παιχνίδια της γραφής του.

 
 


Όταν ήμουν παιδί, με είχε φιλοξενήσει για τρεις μήνες στο σπίτι της στον Πειραιά, η αδερφή του πατέρα μου, η θεία μου η Πιπίτσα και ο άντρας της Νικηφόρος Βρεττάκος.
Τότε οι καιροί ήταν δύσκολοι για τους γονείς μου, κι εγώ μια ξεριζωμένη δωδεκάχρονη από τη Θεσσαλονίκη, που θα ακολουθούσε τη μοίρα των μεταναστών με βαπόρι φορτηγό για την άλλη άκρη του κόσμου. Τα ξαδέρφια μου, τα παιδιά τους δηλαδή, η Τζένη και ο Κώστας μού άνοιξαν την αγκαλιά τους.
«Θείε Νίκη» φώναζα τον ποιητή και του άρεσε. Με φώναζε Νανά. Μού χάριζε τον χρόνο του, μάντευε τις δυνατότητές μου, κι έλεγε ιστορίες. Με την ήρεμη προσωπικότητά του, το στοχαστικό του χαμόγελο, φύτεψε μέσα μου την πίστη στον άνθρωπο, στη φύση, στην αγάπη, όπως και στην έννοια του χρέους προς την κοινωνία. Τα λόγια του με βοήθησαν στη δύσκολη πορεία μου προς το άγνωστο. Ορίζοντες μεγάλους άνοιξαν στη ζωή μου τα ποιήματά του.
Τον θυμάμαι να κάθεται σταυροπόδι, στην καρέκλα της κουζίνας και να καπνίζει. Στα κουτιά των τσιγάρων έγραφε στίχους των ποιημάτων του, για να σώσει την έμπνευση της στιγμής· μεσήλικας τότε, με πρόωρες βαθιές ρυτίδες που σκοτίδιαζαν το φαρδύ του μέτωπο. Εκεί άκουσα πρώτη φορά για την Πλούμιτσα, τον ερημότοπο στον οποίο αποτραβιόταν μέχρι το τέλος της ζωής του για να γράψει.
«Τα παιδικά μου χρόνια» έλεγε, «οι μνήμες του τόπου μου, έβαλαν τις βάσεις του κόσμου που εκφράζω σήμερα: Την απέραντη αγάπη για τον άνθρωπο. Το θαυμασμό μου για τη φύση. Η ποίηση είναι ένα είδος μαγείας, κατασκευασμένο με ό, τι λεπτότερο και ευγενέστερο κλείνει στο βάθος της η ανθρώπινη ψυχή».


Τώρα, με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τη γέννησή του, οι αναμνήσεις μου ζωντάνεψαν και με καλούν να αφηγηθώ στα παιδιά ορισμένα γεγονότα της ζωής του, τόσο γερά δεμένα με τα ποιήματά του, όσο και οι κλωστές των παραμυθιών.
Γράφοντας αυτό το κείμενο, λυπήθηκα που τόσα χρόνια είχα κοντά μου τον αξιαγάπητο θείο Νικηφόρο και δεν κατέγραψα τόσα και τόσα που μας έλεγε.
Όμως, διαβάζοντας ξανά και ξανά τα βιβλία του, παρηγορήθηκα πως τα γραπτά του ποιητή απάντησαν σε όσα διάλεξα να μεταφέρω στους νεαρούς –και όχι μόνο- αναγνώστες.  Αν ζούσε θα χαιρόταν να βρεθεί μαζί τους. Άλλωστε, και ο ίδιος πολύ συχνά επισκεπτόταν σχολεία και μιλούσε με παιδιά και νέους.
Για πολλούς μήνες, λοιπόν, αναζήτησα εκείνο το παιδί της Λακωνικής Μάνης. Το παιδί που έγινε ποιητής… Το παρακάτω κείμενο είναι η αρχή του βιβλίου μου:


Νικηφόρος Βρεττάκος
Το παιδί που έγινε ποιητής
 
Αν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε στον χρόνο…
Αν μπορούσαμε να μεταφερθούμε σ’ ένα χωριό της Λακωνίας,  εκατό χρόνια πίσω, ένα ξημέρωμα θα ακούγαμε το δυνατό κλάμα κάποιου νεογέννητου. Ήταν το μωρό της κυρα- Βγένας, που η φωνούλα του ανέβασε την ψυχή της στα ουράνια. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο.
«Α, να χαρώ εγώ! Ναι, ναι, σίγουρα με τέτοια φωνή θα σου αρέσει να τραγουδάς καλό μου. Όπως ο πατέρας σου…», ψιθύρισε. Σηκώθηκε σκυφτή, αδύναμη, να το βάλει στην κούνια, έτριψε λίγο τη μέση της, κι ύστερα απρόσμενα, έκανε δυο βήματα μπροστά και πίσω σαν να ’θελε να χορέψει...
Την ίδια μέρα ο κύριος Κώστας Π. Βρεττάκος, χάραξε στο πίσω μέρος της εικόνας της Παναγιάς: «Γεννήθηκε, σήμερα, 1η  του Γενάρη του 1912, ο γιος μου Νικηφόρος».