Ποιοι από σας κέρδισαν στο λογοτεχνικό διαγωνισμό μας;
Οι καλύτερες, οι πιο ευφάνταστες ιστορίες που υπογράφουν νεαροί συγγραφείς με μέλλον βρίσκονται εδώ.

Μετά από αρκετούς μήνες αναμονής, έχουμε τη χαρά να σας παρουσιάσουμε τις ιστορίες που διακρίθηκαν στο διαγωνισμό με θέμα  «Γράψε ένα βυζαντινό παραμύθι!». Ευχαριστούμε θερμά τη συγγραφέα Εύη Τσιτιρίδου που ανέλαβε το δύσκολο ρόλο του κριτή, καθώς και τις εκδόσεις Ακρίτα και Πατάκη για την προσφορά των δώρων των νικητών.

Τέλος, οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου θα θέλαμε να εκφράσουμε τις θερμές μας ευχαριστίες σε όλα τα παιδιά που έστειλαν γράμματα διαμαρτυρίας κατά της εξαγγελίας κατάργησης του οργανισμού και των δράσεών του (μία από τις οποίες είναι και ο Μικρός Αναγνώστης). Η συμπαράστασή τους μας δίνει δύναμη να συνεχίσουμε τις προσπάθειες για την διατήρηση του ΕΚΕΒΙ.

 
 

Γράψε ένα βυζαντινό παραμύθι ή τραγούδι, χρησιμοποιώντας, αν θες, τις λέξεις Ακρίτας, Σαρακηνοί, Λυγερή, άτι, αγριελιά, παγίδα, θησαυρός, ψηφιδωτό, αυτοκράτορας, Κωνσταντινούπολη. Μπορείς να εμπνευστείς από το ακριτικό τραγούδι «Η Αντρειωμένη Λυγερή και ο Σαρακηνός» και τις πληροφορίες για τα βυζαντινά παραμύθια που θα βρεις στις δραστηριότητες της ενότητας ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΕΝΑ ΘΕΜΑ.

1ο βραβείο: Ειρήνη Σαρακατσιάνου

Κάτω από το στρώμα

Ήταν Αύγουστος του 531μ.Χ.. Η Ευδοκία, ένα αθώο κοριτσάκι, ζούσε με την οικογένειά της σε ένα κάπως επιβλητικό σπίτι στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον μπαμπά της, τη μαμά της και τον αδερφό της. Ζούσαν πολύ ζεστά σε εκείνο το διώροφο σπίτι και δεν είχαν προβλήματα.

Ο πατέρας της ήταν έμπορος και γι’ αυτό είχαν διώροφο σπίτι. Η μητέρα της είχε εμπόριο υφασμάτων. Της Ευδοκίας της άρεσαν οι δουλειές των γονιών της. Όταν έλειπαν όμως από το σπίτι και εκείνη ήταν μόνη της στεναχωριόταν. Αλλά έπαιζε παιχνίδια στην αυλή ή κεντούσε. Από την άλλη ο αδερφός της ήταν στο σχολείο, αν και δεν ήταν καλός μαθητής και δεν έκανε τα μαθήματά του. Αυτό έδωσε μια ευκαιρία στην Ευδοκία: όταν ο αδερφός της, που τον έλεγαν Ευριπίδη και ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από την Ευδοκία, ερχόταν από το σχολείο άφηνε την τσάντα κάτω από το τραπέζι και πήγαινε να παίξει. Τότε η Ευδοκία έπαιρνε την τσάντα του, έπαιρνε τις σημειώσεις του και καθόταν κρυφά και τα διάβαζε, μετά τα έβαζε κάτω από το μαξιλάρι της σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Επίσης διάβαζε όταν έλειπαν οι γονείς της. Έβλεπε και ξαναέβλεπε τις σημειώσεις του αδερφού της και τις έδινε και σε μια φίλη της, Άννα την έλεγαν. Τα απογεύματα παίζανε μαζί στην αυλή με τα θαυμάσια λουλούδια και μία μικρή πηγή. Η πόλη ήταν γεμάτη από πηγές. Έπαιζαν κουτσό και άλλα παιχνίδια.

Έτσι κυλούσε ήρεμα ο χρόνος. Η Ευδοκία συνέχιζε να κάνει το ίδιο πράγμα κάθε μέρα, να διαβάζει κρυφά από όλους. Ένα μεσημέρι του 532μ.Χ. η Ευδοκία άκουσε  τον μπαμπά της να λέει πως θα μαζευτούν όλοι οι στασιαστές και θα πάνε να διαμαρτυρηθούν στον ιππόδρομο για τα νέα μέτρα του Ιουστινιανού. Τότε η Ευδοκία ανησύχησε γιατί ήξερε ότι μέσα σε αυτούς που θα πάνε εκεί είναι και ο θείος της. Τελικά οι ανησυχίες της βγήκαν αληθινές. Ο θείος της σκοτώθηκε μαζί με όλους τους άλλους στασιαστές με εντολή του Ιουστινιανού.

Η Ευδοκία θύμωσε, στεναχωρήθηκε και ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει ανυπόταχτα. Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κάθισε στο παράθυρό της και κοιτούσε τα αστέρια μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Τότε είδε ένα όνειρο. Ήταν η ίδια η αυτοκράτειρα και όλοι ήταν ευχαριστημένοι μαζί της. Όλοι είχαν λεφτά και δεν πήγαιναν να παραπονεθούν. Ήταν σπουδαία και ξακουστή. Συζητούσε με τον κόσμο και προσπαθούσε να λύσει τα προβλήματά τους.

Το άλλο πρωί που ξύπνησε πήρε μολύβι και χαρτί και άρχισε να γράφει ένα γράμμα στον Ιουστινιανό που έλεγε να αλλάξει τους νόμους για να μπορούν τα κορίτσια να έχουν ίσα δικαιώματα με τα αγόρια και να μπορούν να μορφωθούν σαν τα αγόρια για να μπορέσουν μια μέρα να μπουν στην πολιτική. Αυτό το γράμμα δεν πήρε απάντηση ποτέ. Έτσι συνέχισε να διαβάζει κρυφά για να καταφέρει μια μέρα να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.

Ιωάννα Ευαγγελία Μπαρμπαρούση

 
Κόκκινη κλωστή δεμένη
Στην ανέμη τυλιγμένη
Δώστης κλώτσο να γυρίσει
Παραμύθι ν’ αρχινίσει.
 
Ύπνο δεν είχε μήνες τρεις
σαν όνειρο την έβλεπε
μπροστά του, ζωντανή θαρρείς
την όμορφη πριγκίπισσα
την λυγερή την Κασσιανή
την ηλιοστάλαχτη, τρισεύγενη και διαλεχτή
μοναχοκόρη του αυτοκράτορα
Ηράκλειου
που την πρωταρραβώνιασε ο πατέρας της προχτές
με τον Ναρσή τον πρώτο στρατηγό του.
Ο πειρατής, ο ξακουστός προπάππος μου ο
Χαριεντίν ο Μπαρμπαρόσσα.
 
Μεσάνυχτα, αρμάτωσε καράβι γρήγορο
πειρατικό
να πάει στην Πόλη.
Όχι για κούρσεμα, πέτρες, χρυσάφι και για θησαυρό
να κλέψει ήθελε την κόρη
Βασίλισσα να την φέρει στο παλάτι του
στην Καρχηδόνα κάτω εδώ.
 
Γοργά με ούριο άνεμο
παρέα με δελφίνια
σκίζει η πλώρη τα νερά
και νύχτα βρίσκεται έξω απ΄την Πόλη
σε ήσυχα νερά.
 
Καβάλησε το άτι του
τον μαύρο Δυναμίτη
και στο παλάτι βρέθηκε
τάχα να φέρει γράμματα
και να δηλώσει πίστη.
 
Γυρόφερνε ώρες πολλές
Την είδε με άλλες κόρες
κάθονταν στα ψηφιδωτά
στης εκκλησιάς τις σκάλες.
Τότε της φανερώθηκε
Βασίλισσα της είπε θα γενείς
στης Μπαρμπαριάς τα μέρη
γρήγορα… με ακολουθείς
πριν, η φρουρά των ακριτών μαζί μας δει
και πάρει το κεφάλι.
 
Κι έφυγε η Κασσιανή
η  μοσχοαναθρεμμένη
και πήρε κλώνο αγριελιάς
για να θυμάται μέρη.
Και βρέθηκε στην Μπαρμπαριά
στης Καρχηδόνας τα μέρη
βασίλισσα δαφνοστεφανωμένη.
 
Και πέρασα και εγώ από κει, την είδα ήταν όμορφη πολύ
μου’ δωσε κουλούρι, κάλτσες, τσαρούχια και γλυκό ψωμί.
Αν θέλετε βέβαια το πιστεύετε.
Η εγγονή του πειρατή.
 

2ο βραβείο: Λυδία Ασημένια Δέλιου

 

Ήταν μια κόρη Λυγερή
σαν ανοιξιάτικο φιλί,
με το βλέμμα στα ψηλά,
στα ακριτικά βουνά.
Τον Ακρίτα της περίμενε
που είχε πάει να πολεμήσει,
και με την πρώτη της ματιά
τον είχε αγαπήσει.
Πλάι στην αγριελιά
ξαφνικά είδε μια σκιά,
σαν το άτι του καλού της
του πιο μεγάλου θησαυρού της.
Μόλις τον είδε έλαμψε
από χαρά κι ελπίδα,
μα όταν την πλησίασε
κατάλαβε ότι ήτανε παγίδα.
Αντί για τον καλό της,
μπροστά της στεκόταν ο εχθρός της,
ο γιος των Σαρακήνων
που κούρσεψαν την Πόλη
και πήραν τα ψηφιδωτά
του αυτοκράτορα τα θαυμαστά.
Καθώς λοιπόν ερχότανε
η Λυγερή ουρλιάζει,
ακούει ο Ακρίτας της
κι αμέσως πλησιάζει.
Χαμός ''εις την Κωνσταντινούπολη''
μ’ αμέσως νικητής
βγαίνει ο Ακρίτας
της ωραίας Λυγερής.

Ελίζα Τέλιου

 

Ένα παραμύθι για το Βυζάντιο

Κάποτε, πριν πολλά χρόνια στο Βυζάντιο, όταν ήταν αυτοκράτορας ο Νικηφόρος Φωκάς, είχε στο παλάτι του ένα μεγάλο κι εντυπωσιακό ψηφιδωτό. Το ψηφιδωτό αυτό «διηγούνταν» μια ιστορία. Ήρωες ήταν οι Ακρίτες, οι Σαρακηνοί αλλά και μια κοπέλα, η Λυγερή. Την ονόμασαν έτσι γιατί ήταν όμορφη, ψηλή, αδύνατη και λυγερόκορμη.

Η Λυγερή φύλαγε για πολλά χρόνια ένα μυστικό. Ήξερε πού ήταν κρυμμένος ένας θυσαυρός, πολλά πολύτιμα σμαράγδια. Μια μέρα, λοιπόν, είχε πάει με το κάτασπρο άτι της στην εξοχή. Ξαφνικά πετάχτηκαν πίσω από τα δέντρα οι Σαρακηνοί. Προσπάθησε να τους ξεφύγει, αλλά δεν τα κατάφερε. Την έδεσαν με ένα χοντρό σκοινί και κατευθύνθηκαν προς το καταφύγιό τους, ψηλά στο βουνό.

Τα νέα έφτασαν γρήγορα και στα αυτιά των Ακριτών. Όταν το έμαθαν έτρεξαν και το είπαν στον πιο ξακουστό που η φήμη του απλωνόταν πέρα απ’ τον Καύκασο και την Ερυθρά θάλασσα, τον Βασίλειο Διγενή. Μόλις του το ανακοίνωσαν, αναρωτήθηκε σκεπτικός:

-Πού να κρύβονται άραγε οι Σαρακηνοί;

Η απάντηση του Πορφύρη ήταν:

-Κανείς δεν ξέρει.

Ο Βασίλειος Διγενής αποφάσισε να ψάξουν παντού, να φέρουν τον κόσμο άνω κάτω, για να τους βρουν και να σώσουν τη Λυγερή.

Έψαξαν παντού, σε καταπράσινες πεδιάδες, σε κατάφυτα λαγκάδια, σε ρυάκια με γάργαρα και κελαριστά νερά, σ’ όλες τις περιοχές του Πόντου και της Καππαδοκίας. Περιπλανήθηκαν στα ανατολικά σύνορα της αυτοκρατορίας αναζητώντας την κοπέλα ώσπου αντίκρυσαν ένα πελώριο φρούριο. Περίεργοι, όπως ήταν, μπήκαν μέσα και τι να δούν! Τη Λυγερή δεμένη χειροπόδαρα! Στο μεταξύ οι Σαρακηνοί έτρεχαν προς τη σπηλιά, όπου ήταν θαμμένος ο θησαυρός, καθώς είχαν καταφέρει να αποσπάσουν το μυστικό της Λυγερής. Η Λυγερή πίσω διηγούνταν στους Ακρίτες τι είχε συμβεί.

Οι Σαρακηνοί είχαν πληροφορηθεί για το μέρος που κρυβόταν ο θησαυρός. Παραφύλαξαν και της επιτέθηκαν. Της ζήτησαν να αποκαλύψει το μυστικό της, αλλά αυτή αρνήθηκε. Εκείνοι όμως επέμεναν. Αναγκάστηκαν να την αφήσουν χωρίς νερό και τροφή. Αυτό τη δυσκόλεψε πολύ και τελικά φανέρωσε τον τόπου όπου βρίσκονται τα σμαράγδια. Όμως δεν τους είπε όλη την αλήθεια.

Αυτά ήταν θαμμένα σ’ ένα βουνό στην οροσειρά του Ταύρου, μέσα σε μια σπηλιά. Η σπηλιά αυτή είχε δύο εισόδους. Η δεξιά είσοδος οδηγούσε στα σμαράγδια, ενώ η αριστερή σ’ ένα πελώριο δράκο. Μόλις η Λυγερή ολοκλήρωσε τη διήγησή της, όλοι μαζί πήραν το δρόμο για την οροσειρά του Ταύρου. Οι Σαρακηνοί προπορεύονταν. Οι Ακρίτες αγωνιούσαν μήπως οι Σαρακηνοί κλέψουν το θησαυρό.

Πρώτοι στο βουνό έφτασαν οι Σαρακηνοί. Από τον ενθουσιασμό τους δεν παρατήρησαν τις δύο εισόδους της σπηλιάς και έπεσαν στην παγίδα. Πέρασαν όλοι τους την αριστερή πύλη. Τότε ο άγριος δράκος όρμησε κατά πάνω τους. Άνοιξε το μεγάλο στόμα του και με μιας τους κατασπάραξε. Σε μια στιγμή όλοι τους χάθηκαν, μαζί και τ’ όνειρο για τον θησαυρό.

Λίγη ώρα πέρασε κι έξω απ΄ τη σπηλιά πρόβαλαν οι Ακρίτες με τη Λυγερή. Κοντοστάθηκαν κι ύστερα πέρασαν τη δεξιά είσοδο. Προχώρησαν μέσα. Στο βάθος υπήρχε μια γέρικη αγριελιά που στο κάθε κλωνάρι της φύτρωναν πέντε λαμπερά πετράδια. Στις ρίζες της ήταν θαμμένο το σεντούκι με το θησαυρό. Έσκαψαν και το πήραν. Ο θησαυρός τους ανήκε. Χάρηκαν για το πάθημα των Σαρακηνών.

Ανακουφισμένοι πήραν το δρόμο της επιστροφής. Ήταν αποφασισμένοι να μοιράσουν το θησαυρό και τα σμαράγδια σ’ όλο το λαό. Η περιπέτειά τους είχε αίσιο τέλος!

Αυτή την περιπέτεια «αφηγούνταν» το ψηφιδωτό!

 

3ο βραβείο: Γκαμπριέλα Μπεζάτι

Πάντα πριν πάω για ύπνο, ο παππούς μου πάντα μου έλεγε μια ιστορία, που απ' το μυαλό του σκαρφιζόταν. Οι φίλοι του, οι γονείς, τα αδέρφια, ακόμη και οι δάσκαλοι του τον φώναζαν Παραμυθά.
Έβαλα γρήγορα τις πιτζάμες μου, βούρτσισα καλά τα δόντια μου και χώθηκα κάτω απ' τη ζεστή κουβέρτα μου. Ο πάππους μπήκε στο δωμάτιο και κάθισε στην αγαπημένη του καρέκλα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε:

Κάποτε τα χρόνια του Βυζαντίου, ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ένας καλός, γενναίος και φτωχός άντρας που το λέγανε Νικηφόρο .Έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι μαζί με τη λατρεμένη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του.
Μια μέρα σαν όλες τις άλλες, ο αυτοκράτορας κάλεσε μερικούς γενναίους άντρες, και μαζί τους, ήταν και ο Νικηφόρος. Τους κάλεσε, γιατί ήθελε να τους αναθέσει μια αποστολή. Ήθελε να φυλάνε απ' τους εχθρούς τις ακριτικές περιοχές, δηλαδή τα σύνορα της αυτοκρατορίας, με αντάλλαγμα γη και απαλλαγή από τους φόρους. Ο Νικηφόρος δέχτηκε και πήγε στο σπίτι χαρούμενος. Είπε στη γυναίκα του τα καλά νέα, τα μάζεψαν και έφυγαν για τις ακριτικές περιοχές.
Από τότε που μετακόμισαν, όλα πήγαιναν τέλεια. Ο Νικηφόρος, είχε γίνει ο πιο γενναίος πολεμιστής απ' όλους.
Ένα βράδυ, ο Νικηφόρος ήταν πολύ κουρασμένος και από τη κούραση αποκοιμήθηκε. Τότε ένας μικρός στρατός από Άραβες μπήκαν στη περιοχή χωρίς κανείς να τους πάρει χαμπάρι και...
Ο παππούς σταμάτησε, με κοίταξε και πήγε να φτιάξει έναν καφέ. Εγώ περίμενα στο κρεβάτι μου ανυπομονώντας να ακούσω τη συνέχεια. Ο παππούς ξανακάθισε, ήπιε δύο γουλιές ελληνικό καφέ και συνέχισε.
...Κατευθύνθηκαν στη πιο κοντινή πόλη. Ο Νικηφόρος κοιμόταν κάτω απ 'τα αστέρια πάνω στο γρασίδι, με τη μουσική της νύχτας να τον νανουρίζει. Ξαφνικά, μια δυσάρεστη μυρωδιά τον περικύκλωσε. Ξύπνησε απότομα, σαν να είδε κακό όνειρο. «Καπνός» ψέλλισε, ανέβηκε στο άλογο του και κατευθύνθηκε στη πιο κοντινή πόλη.
Η πόλη καιγόταν οι Άραβες λεηλατούσαν τα πάντα. Οι οικογένειά του βρισκόταν εκεί!!!Έπρεπε να κάνει κάτι. Έτρεξε γρήγορα προς το σπίτι του. Το σπίτι κατέρρευσε. Ο Νικηφόρος έψαξε στα συντρίμμια για τα μέλη της οικογένειάς του. Βρήκε τα τρία παιδιά του, βρήκε και τη γυναίκα του όμως ήταν νεκρή. Ο Νικηφόρος αγκάλιασε το νεκρό σώμα της γυναίκας του και πικρά δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του.
Θύμωσε, θύμωσε τόσο πολύ! Άρπαξε το ξίφος του και πολέμησε γενναία. Πολεμούσε πολύ ώρα και στο τέλος νίκησε. Οι Άραβες τρόμαξαν και δεν ξαναεπιτέθηκαν  ποτέ!!!Από τότε ο Νικηφόρος έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες ακρίτες! ΤΕΛΟΣ!
Ο παππούς με κοίταξε χαμογελώντας,  με φίλησε στο κούτελο και έφυγε χαρούμενος.

Εύφημος μνεία:  Ναμπίλ, Νέλλη, Αλτριν, Πάνος, Άλκηστη, Λίλι , Ράνια, Βασίλης, Μελίνα, Φλαβιάννα, Μάριος, Μάριος, Σάντρο, Αλεξάνδρα , Μανάνα, Άσια, Πέτρος , Νικόλας, Γεωργία, Άρης, Αλέξανδρος, Σοφία, Κατερίνα - Ε΄τάξη 35ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών

 

Ο Ιουστινιανός και η Αγιά Σοφιά

Απόρθητα τα φρούρια
Λιμάνια, δρόμοι, αγορές
Δώρα πολλά και πλούτη
Χρυσά νομίσματα παντού
Και η Πόλη στο μετάξι

Φτάνουν άραγε αυτά
να ανθίσει η νέα τάξη;

Μεγάλε Αυτοκράτορα
Με τους πολλούς συμβούλους,
Φωνή λαού ν΄ ακούς
Και λύση να της δίνεις.

Βία και Αίμα είναι ντροπή
Η Πόλη πεθαμένη.
Συντρίμμια άχρηστα παντού
Γόητρο και δόξα
Σε μια νυχτιά χαμένη.

Ο νους σου
Στα παλιά γυρνά
Και θέλεις να ενώσεις
Λαό και γόητρο μαζί
Θρησκεία να τους σώσεις..

Φτιάχνεις την Αγιά Σοφιά
Στον κόσμο ξακουσμένη,
Που όμοια της πουθενά
Δεν θα’ ναι λατρεμένη.

Έργο λαμπρό, περήφανο
Για όλους τους πιστούς της,
Και για όσους την αρνήθηκαν
Πάντα εκεί θα στέκει,
Στους αιώνες της ζωής
Την προσμονή να φέρνει…..

 

«Το πικρό έδεσμα»

Στα χρόνια του βυζαντίου ,ο Ιουστινιανός έβγαλε διάγγελμα και ζητούσε ένα μάγειρα που θα έφτιαχνε εκλεκτά φαγητά ,μεγάλη  ποικιλία και  γευστικά γλυκά. Ο μάγειρας θα ζούσε στο παλάτι και θα είχε ότι καλά ποθούσε.

   Μάγειρες απ’ όλα τα γειτονικά κράτη έτρεξαν στο κάλεσμα του Αυτοκράτορα. Φημισμένοι και μη, διάσημοι και άγνωστοι προσπάθησαν να εντυπωσιάσουν τον Αυτοκράτορα και τους υπηκόους του με τα πιο γευστικά και εξαίσια εδέσματα.

   Τραπέζια στολισμένα με πήλινες πιατέλες γεμάτες, ελάφια γεμιστά με τα πιο αρωματικά μπαχαρικά, σκόρδο και μάραθο.  Χήνες ψητές ,παγόνια,  πέρδικες,  κοτσύφια και  τσίχλες.     Παγώνια, μαγειρεμένα με τέτοιο τρόπο που έμοιαζαν στα πιάτα σαν πίνακας ζωγραφικής γεμάτος χρώματα και φαντασία.  Μην ξεχνάμε πώς  το παγώνι   ήταν ,  ο πιο εκλεκτός μεζές της βυζαντινής αυτοκρατορίας.


Τα φαγητά αυτά  συνοδεύονταν από  σάλτσες (που σερβίρονταν και σε ειδικά σκεύη, τα σαλτσάρια), αρωματικά φυτά (άνηθο, μάραθο, δενδρολίβανο, ρίγανη και κάπαρη) .

 Το πιπέρι,   η κανέλα ,το γαρύφαλλο, το κάρδαμο εισάγονταν από την Ανατολή και φυσικά η τιμή τους ήταν απαγορευτική για το συνηθισμένο βυζαντινό τραπέζι .Οι μάγειροι όμως προκειμένου να εντυπωσιάσουν τον αυτοκράτορα χάλασαν πολλά νομίσματα προκειμένου να τον  ευχαριστήσουν.
Στο τραπέζι υπήρχαν επίσης εξαίσια γλυκά που κανείς δεν θα μπορούσε να αντισταθεί  ,με βασικό συστατικό το μέλι.

Μουστόπιτα ,λαγάνα , κυδωνόπαστο και γλυκό μπακλαβά με μπόλικο καρύδι μέλι και γαρύφαλλο που μοσχομύριζε όλος ο τόπος.

 
Οι Βυζαντινοί αγαπούσαν, επίσης το κρασί και υπήρχε μεγάλη ποικιλία σε όμορφα χρωματιστά λαγήνια και χρωματιστές κούπες.

Μια πανδαισία χρωμάτων και γεύσεων κλήθηκε να απολαύσει ο Ιουστινιανός ,οι αξιωματικοί του, η Θεοδώρα και η ακολουθία του.

Δυστυχώς όμως κανείς δεν ενθουσιάστηκε από αυτά τα πιάτα γιατί ήταν όλα γνωστά και δοκιμασμένα. Το κρέας εξάλλου δεν αποτελούσε καθημερινή τροφή για τους Βυζαντινούς., Όχι μόνον επειδή ήταν μάλλον σπάνιο και ακριβό, αλλά και εξαιτίας των νηστειών που υπαγόρευε η χριστιανική θρησκεία, για τις μισές τουλάχιστον ημέρες του χρόνου.

Οι διάσημοι μάγειροι απογοητεύτηκαν και αποσύρθηκαν λυπημένοι πού δεν κατάφεραν να ενθουσιάσουν τον Ιουστινιανό και την ακολουθία του.

Καθώς αποσύρονταν στα ιδιαίτερα δωμάτια τους .ένας αξιωματικός άκουσε κάποιον από το βάθος της αίθουσας να φωνάζει: <<Βασιλιά! Βασιλιά μου !δοκίμασε και από μένα τον ταπεινό δούλο σου Ιωάννη ,φαγητά φτιαγμένα από εμένα και την γυναίκα μου με πολλή όρεξη και αγάπη για σένα ,με υλικά αγνά που βγαίνουν από το δικό μας περιβόλι.>>.

Ο αξιωματικός τον κάλεσε κοντά του. Ο Ιουστινιανός και οι υπόλοιποι δοκίμασαν γευστικά φαγητά από

 Θαλασσινούς  μεζέδες,  (καλαμάρια, χταπόδια, γαρίδες, χτένια, πεταλίδες, μύδια, στρείδια, ψάρια και τα θαλασσινά.) Επίσης λαχταριστές πίτες με λάχανο ,πράσα σπανάκι  κολοκύθια με όμορφα μυρωδικά και νόστιμες σαλάτες με αγνό ελαιόλαδο.

 
Ο Ιουστινιανός ενθουσιάστηκε  με τόσο αγνά, τόσο γευστικά και τόσο νόστιμα φαγητά που δεν είχε ξαναφάει :<< Κάλεσε την γυναίκα σου και τα παιδιά σου του είπε , και από δω και πέρα θα είσαι ο μάγειρας όλου του βασιλείου .>>

 << Βασιλιά μου με τιμά αυτό πού μου είπες, σε ευχαριστώ. Θέλω όμως να δοκιμάσεις και το γλυκό της γυναίκας μου φτιαγμένο από καλαμπόκι, μέλι και ξηρούς καρπούς. Είναι δική της συνταγή και το έφτιαξε μόνο για σένα!>>

  Ο Ιουστινιανός τον ευχαρίστησε αλλά επειδή είχε δοκιμάσει αρκετά έπρεπε να αποσυρθεί, για να ξεκουραστεί. Για να μην προσβάλει τον Ιωάννη όμως ,το έδωσε να το δοκιμάσει ένας από τους αξιωματικούς του.

   Αμέσως μπροστά στα μάτια του έπεσε ξερός στο πάτωμα και πέθανε δηλητηριασμένος από το γλυκό που του πρόσφερε. Λυπήθηκε πολύ με το γεγονός, διέταξε να συλλάβουν τον Ιωάννη και να τον αποκεφαλίσουν. Οι αντίζηλοι του ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να τον δηλητηριάσουν για να πάρει άλλος την θέση του και τον θρόνο.

     Αποσύρθηκε απογοητευμένος και πληγωμένος γιατί είδε την κακία των ανθρώπων που τον περιέβαλλαν ,τον φθόνο προς το πρόσωπό του παρόλο την προσπάθεια που έκανε για να φτιάξει μια καλύτερη πόλη.!

Τα μέτρα που εφάρμοσε για να υπάρχει μια καλύτερη διοίκηση, εκπαίδευση, φαίνεται ότι πολλούς τους δυσαρέστησε και ήθελαν να τον εξοντώσουν.

  Για άλλη μια φορά όμως οι θεοί τον προστάτεψαν.!

 

Εύφημος μνεία: Πάνος Μιχαηλίδης

 

Τα τρία αδέρφια

Μία φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό ζούσε ένας τίμιος και ειλικρινής βασιλιάς που κυβερνούσε δίκαια και με σοφία το βασίλειό του. Οι υπήκοοι του, που ζούσαν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι, θαύμαζαν και σέβονταν το βασιλιά τους. Αυτός ο βασιλιάς είχε τρεις γιους, τον Βελισσάριο, τον Σταυριανό και τον μικρό Αριστάκη.

Τους κάλεσε, λοιπόν, μία μέρα και τους είπε :

 « Παιδιά μου εγώ γέρασα πια και σε λίγο θα πεθάνω. Θέλω από εσάς να βρείτε άξιες γυναίκες να παντρευτείτε και να μου κάνετε εγγόνια και έτσι να περάσω ήρεμα και γαλήνια τα τελευταία χρόνια της ζωής μου, περήφανος για τα κατορθώματά σας. Πριν από λίγο καιρό, ο φίλος μου, ο βασιλιάς της γειτονικής Κιλικίας, ο Κομνηνός ο Μέγας, μου μήνυσε πως η κόρη του είναι πλέον σε ηλικία γάμου και πως επιθυμεί ο πιο άξιος από τους γιους μου να την κάνει γυναίκα του και με αυτό το συμβολικό γάμο να ενώσουμε τα βασίλειά μας, χαρίζοντας έτσι στους υπηκόους μας πολλά χρόνια ευημερίας και ειρηνικής συνύπαρξης. Επειδή, όμως, εγώ σας αγαπάω και τους τρεις το ίδιο, δεν μπορώ να αποφασίσω ποιος θα την παντρευτεί. Πρέπει λοιπόν από μόνοι σας να αποφασίσετε για το ποιος θα με διαδεχτεί και θα πάρει για γυναίκα του την όμορφη Λεμονιά. Τα τρία αδέρφια αποσύρθηκαν στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τους. Το σκέφτονταν και το συζητούσαν μερόνυχτα ολόκληρα αλλά δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι, που ζήλευαν και φθονούσαν τον μικρό Αριστάκη, που ήταν καλός και υπάκουος γιός φώναζαν πως αυτοί ως μεγαλύτεροι έπρεπε να παντρευτούν την όμορφη βασιλοπούλα. Βλέποντας τους ο πατέρας να τσακώνονται μεταξύ τους χωρίς τελειωμό, τους κάλεσε και τους είπε:

«Βλέπω παιδιά μου πως δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας. Ακούστε, λοιπόν, τι θα γίνει. Θα ξεκινήσετε και οι τρεις σας για ταξίδι μακρινό να επισκεφτείτε το βασίλειο του Κομνηνού του Μέγα και να γνωρίσετε την όμορφη βασιλοπούλα. Όποιος καταφέρει να κερδίσει την καρδιά της θα γίνει άντρας της και θα πάρει τη θέση μου».

Στα τρία αδέρφια δεν άρεσαν τα λόγια αυτά, αλλά μη μπορώντας να παρακούσουν το αίτημα του πατέρα τους ξεκίνησαν για το μεγάλο ταξίδι. Στο μεταξύ τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια, ο Βελισσάριος και ο Σταυριανός, όντας δόλιοι και ζηλόφθονες, είχαν καταστρώσει ήδη ένα πανούργο σχέδιο. Σχεδίαζαν να βγάλουν από τη μέση το μικρό τους αδερφό προτού φθάσουν στο παλάτι του βασιλιά, από φόβο μήπως η καλή του η καρδιά και η παλικαρίσια όψη του κέρδιζαν ευθύς την όμορφη βασιλοπούλα και τους στερούσαν τη δόξα και τα πλούτη του βασιλείου του πατέρα τους.

Δεν έχασαν χρόνο λοιπόν και αμέσως έβαλαν σε εφαρμογή το δόλιο σχέδιο τους. Από το πρώτο κιόλας βράδυ του ταξιδιού, αφού έστησαν με κόπο τις σκηνές τους μέσα στο κατάφυτο δάσος για να διανυκτερεύσουν, ζήτησαν απ’ το μικρό τους αδερφό να πάει στο κοντινότερο πηγάδι να φέρει νερό για να ξεδιψάσουν. Μέσα στη νύχτα σαν δύο σκιές σύρθηκαν πίσω του και την ώρα που ο μικρός Αριστάκης έσκυβε στο πηγάδι να βγάλει νερό, με ένα σάλτο βρέθηκαν δίπλα του και τον έσπρωξαν με δύναμη, με αποτέλεσμα να πέσει μέσα. Άδικα φώναζε και παρακαλούσε το βασιλόπουλο να τον βοηθήσουν τα αδέρφια του και να τον βγάλουν απ’ το βαθύ και σκοτεινό πηγάδι που είχε παγιδευτεί. Εκείνοι απομακρύνθηκαν γελώντας, χαρούμενοι που είχαν απαλλαγεί απ’ το μικρό τους αδερφό, με τη σκέψη όμως μέσα τους πώς θα εξοντώσει πλέον ο ένας τον άλλο. Σαν ξημέρωσε η καινούρια μέρα μάζεψαν τα πράγματα τους, πήραν και τα ρούχα του μικρού τους αδερφού για να χαθούν τα ίχνη του και συνέχισαν το ταξίδι τους. Στην πορεία, συχνά ο ένας αδερφός έστηνε ενέδρες στον άλλο, χωρίς αποτέλεσμα όμως.

Περνώντας δάση και ψηλά βουνά με οδηγό τους τον ολόχρυσο ήλιο και την ασημένια φωτεινή σελήνη έφτασαν στον παλάτι του βασιλιά Κομνηνού, όπου τους υποδέχτηκαν με δόξες και τιμές. Σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον για το ποιος θα γνωρίσει πρώτος την όμορφη βασιλοπούλα έφτασαν μπροστά στην πόρτα της. Πίσω στο σκοτεινό πηγάδι τώρα το μικρό βασιλόπουλο φώναζε μάταια για βοήθεια. Τις φωνές του αυτές όμως άκουσε ένας γέρος βοσκός που είχε το κοπάδι του εκεί κοντά και ευθύς έτρεξε να τον βοηθήσει. Με κόπο τον έβγαλε από το βαθύ πηγάδι και του έδωσε να φορέσει τα φτωχά και κουρελιασμένα ρούχα του γιου του. Σύντομα το νεαρό βασιλόπουλο του διηγήθηκε την ιστορία του και τον σκοπό του ταξιδιού του. Με ένα κομμάτι ψωμί στον ώμο του και την ευχή του γέρου βοσκού, το παλικάρι πήρε το δρόμο για το παλάτι της Κιλικίας. Στο δρόμο του παρουσιάστηκαν διάφορες συμφορές. Δράκοι και τέρατα με ξίφη και με βέλη, νεράιδες και μάγισσες με ξόρκια και κατάρες, δηλητηριώδεις φίδια και ελώδεις εκτάσεις προσπάθησαν να του κόψουν το δρόμο. Μάταια όμως! Πάντα ο μικρός Αριστάκης έβγαινε σώος και αβλαβής , σαν μία μυστική δύναμη να τον προστάτευε και να του φώτιζε το δρόμο. Ο Αριστάκης, ευχαριστώντας διαρκώς την καλή του τύχη, έφτασε πια στον τελικό προορισμό του. Στο μεταξύ, στο παλάτι είχε ξεκινήσει μάχη ανάμεσα στα δύο αδέρφια προσπαθώντας το καθένα με τον τρόπο του να κερδίσει την καρδιά της όμορφης Λεμονιάς, κατηγορώντας ο ένας τον άλλο με ψευτιές και συκοφαντίες που όχι μόνο τους απομάκρυναν απ’ την ίδια, αλλά παράλληλα έπεφταν και στα μάτια του βασιλιά πατέρα της. Σαν έφτασε ο Αριστάκης στο παλάτι ρακένδυτος και βρόμικος ζήτησε από τους αυλικούς να δει τον βασιλιά Κομνηνό και την κόρη του. Ο βασιλιάς μόλις είδε τα χάλια του θέλησε να τον διώξει νομίζοντας πως πρόκειται για κάποιο ζητιάνο. Η Λεμονιά όμως μαγεμένη από τα καλοσυνάτα μάτια του νέου και αγνοώντας την ενδυμασία του, ζήτησε από τον πατέρα της να αφήσει το φτωχό νέο να μιλήσει. Ο βασιλιάς μη μπορώντας να χαλάσει χατίρι στην μονάκριβη κόρη του άκουσε αυτά που είχε να τους διηγηθεί ο νέος. Ο μικρός Αριστάκης εξήγησε στο βασιλιά πως δεν ήταν ζητιάνος αλλά ο τρίτος γιος του βασιλιά Αγαλιακού και πως τα αδέρφια του τού έστησαν ενέδρα στο δρόμο για να τον αφανίσουν. Ο καλοκάγαθος Κομνηνός τον πίστεψε και τον υποδέχτηκε στο παλάτι του όπως ακριβώς του άρμοζε. Βλέποντας μάλιστα τη λάμψη στα μάτια της Λεμονιάς καθώς αντίκριζε τον Αριστάκη, τους πάντρεψε, ενώνοντας έτσι για πάντα τα δύο βασίλεια. Οι γάμοι τελέστηκαν με δόξα και τιμές. Όλο το βασίλειο είχε να λέει για τη λαμπρότητα και την μεγαλοπρέπεια. Το κρασί  έρεε άφθονο ενώ οι δύο νέοι έλαμπαν μέσα στα καλά τους ρούχα από ευτυχία. Μετά τον δεκαήμερο εορτασμό του ευτυχισμένου γεγονότος και όταν το γλέντι τελικά τελείωσε το νεόνυμφο ζευγάρι αποφάσισε να επισκεφτεί τον πατέρα του Αριστάκη, το βασιλιά Αγαλίανο, για να ανακοινώσουν κι εκεί το ευχάριστο γεγονός. Στο δρόμο της επιστροφής , όμως ο Αριστάκης είχε μια επιθυμία. Ήθελε να επισκεφτεί ξανά το γέρο βοσκό και να τον ευχαριστήσει για τη γενναιοδωρία και την μεγαλοψυχία του. Η Λεμονιά δεν του χάλασε χατίρι και οι δύο τους κατευθύνθηκαν προς το δασός. Όταν συνάντησαν το γέρο βοσκό αυτός πια δεν ήταν ούτε γέρος ούτε βοσκός παρά μία ασυνήθιστη λαμπερή φιγούρα που δεν μπορούσαν να αγγίξουν παρά μονάχα να τη δουν. Τότε συνειδητοποίησαν πως επρόκειτο για μάγο. Εκείνος αντικρίζοντάς τους τούς εξήγησε πως βλέποντας την αδικία των αδερφών του και την ανάρμοστη συμπεριφορά τους, αποφάσισε να τον βοηθήσει υπερασπιζόμενος έτσι το καλό και το δίκιο. Αποκαλύφθηκε, λοιπόν, πως εκείνος ήταν η μυστική δύναμη που βοηθούσε τον Αριστάκη καθ’ όλη την διάρκεια του ταξιδιού του και του έδινε δύναμη να αντιμετωπίσει τις συμφορές που του τύχαιναν. Ο καλόκαρδος μάγος ευλόγησε τα δύο παιδία και τους ευχήθηκε μία ζωή ευτυχισμένη, σπαρμένη με υγεία και χαρά. Όταν ο Αριστάκης μετά από μέρες έφτασε στο βασίλειο του, ο πατέρας του δακρυσμένος τον έσφιξε στην αγκαλιά του και του παρέδωσε και επίσημα πλέον την βασιλεία, δίνοντας του την ευχή του. Οι δύο νέοι ευτυχισμένοι κυβέρνησαν το βασίλειο τους με σύνεση και σοφία για πολλά πολλά χρόνια. Όσο για τα δύο αδέρφια του Αριστάκη, για αυτούς ποτέ κανείς δεν άκουσε ούτε έμαθε τίποτα. Οι περισσότεροι πιστεύουν πως αλληλοσκοτώθηκαν προσπαθώντας να υπερνικήσει ο ένας τον άλλο. Kαι φυσικά μητ’ εγώ ήμουν εκεί, μητ’ εσείς να το πιστέψετε!